Γιατί δοκιμάζουμε το κρασί στο εστιατόριο;

 1827_vatho

Αντιγράφω από μια κριτική εστατορίου που βρήκα στο διαδίκτυο:

Τέλος το κρασί.

Διάλεξε ο συνοδός μου ο οποίος έχει άποψη επί του θέματος.
Διάλεξε ένα παλαιωμένο σε βαρέλι αλλά δεν τον ικανοποίησε διότι του φάνηκε πολύ γλυκό. Ο σερβιτόρος μας εξήγησε ότι τα παλαιωμένα σε βαρέλι γλυκίζουν αλλά τελικά το επιστρέψαμε και διαλέξαμε κάποιο άλλο που ήταν εξαιρετικό.

Αχ, κι ο συνοδός έχει και άποψη επί του θέματος. Ψυχραιμία, γιατί το παραπάνω είναι μνημείο λανθασμένης προσέγγισης στο θέμα.
Ας ξεκαθαρίσουμε κάτι γιατί υπάρχει μεγάλη σύγχιση επί του θέματος: στο εστατόριο δεν δοκιμάζουμε το κρασί, δοκιμάζουμε τη φιάλη. Το κρασί το έχεις διαλέξει γιατί υπολογίζεις ότι θα σου αρέσει κι αν δεν σου άρεσε, κρίμα και ατυχία, αλλά το εστιατόριο δεν έχει καμιά υποχρέωση να ξεβιδώνει φελλούς μέχρι να βρει κάποιο που να είναι του γούστου σου.
Η τυχαία φιάλη ωστόσο του κρασιού που παραγγείλαμε μπορεί να έχει ελαττώματα, αλλοιώσεις επί της ουσίας. Είτε να έχει αρπάξει (οξειδωθεί) από κακή συντήρηση, είτε να έχει πάρει φελλό όπως λέγεται το δυσάρεστο άρωμα που συνοδεύει την ανάπτυξη του μήκυτα ΤΒΑ (δείτε λεπτομέρειες εδώ: http://www.cypruswinepages.com/cgibin/hweb?-A=809&-V=articles ). Σε αυτή την περίπτωση, το δηλώνουμε ευγενικά και ζητάμε άλλη φιάλη από το ίδιο κρασί. Να σημειώσω ότι κανονικά οφείλει ο sommelier να έχει δοκιμάσει πρώτος και να έχει απορρίψει «αυτεπάγγελτα» μια ελλατωματική φιάλη, αλλά αυτό είναι κόστος για το μαγαζί και δεν γίνεται πάντα.
Άρα:
  1. Αν διαλέγεις κρασί, θεωρείται ότι διάλεξες μετά λόγου γνώσεως. Αν δεν σε ικανοποίησε, κρίμα, tough luck, αλλά δεν υπάρχει υποχρεώση αντικατάστασης από το εστιατόριο.
  2. Αν το κρασί που διάλεξες έρθει σε φιάλη, ενδεχομένως να αξίζει τον κόπο να το δοκιμάσεις. Μόνο από φιάλη. Δεν υπάρχει πιο κωμικό θέαμα από ένα τραπέζι όπου ο σερβιτόρος σερβίρει χύμα κρασί προς δοκιμή.
  3. Η δοκιμή στο εστιατόριο δεν έχει καμία σχέση με την οργανοληπτική δοκιμή που κάνουν οι ειδικοί στο κρασί. Βεβαιώνεσαι ότι η φιάλη είναι ΟΚ και τίποτα παραπάνω.
  4. Σκέψου μήπως δεν αξίζει καν να δοκιμάσεις. Αν το κρασί είναι ευρείας κυκλοφορίας και της πιο πρόσφατης χρονιάς (πχ πολλά ελληνικά λευκά) δεν θα έχει προλάβει να αναπτύξει προβλήματα.
  5. Αν το κρασί έρθει με πώμα Stelvin ή πλαστικό φελλό ο κίνδυνος είναι επίσης ελάχιστος (υπάρχει ακόμα περίπτωση για ανάπτυξη αναγωγικών αρωμάτων, αλλά τουλάχιστον με το «άρωμα φελλού» έχεις ξεμπλέξει σιγουρα), άρα μη νιώσεις αναγκασμένος να δοκιμάσεις.
  6. Τελευταίο και κρίσιμο: εμπιστεύσου τον sommelier. Ξέρει την κάβα του, ξέρει και την κουζίνα του. Το μόνο που χρειάζεται από σένα είναι μια πρόχειρη περιγραφή του τι κρασί αρέσει στην παρέα σας και (διακριτκά) πόσο περίπου θέλετε να ξοδέψετε. Πιθανότατα να σου προτείνει κάτι που δεν γνωρίζεις και θα σε ενθουσιάσει.

Εις υγείαν!

Magnum No 338 & 342

Δηλώνω περήφανος (και ανυπόμονος!) ιδιοκτήτης των πειρασμών της φωτογραφίας.

 DSC00008[1]

Προσέξτε παρακαλώ την χρονιά (είχα την χαρά να την δοκιμάσω σε μια κάθετη γευσιγνωσία με την καθοδήγηση του κου Σακκά και είχε ομόφωνα ανακηρυχτεί το Νο 1 της δοκιμής). Είναι σε magnum (πάντα πλεονέκτημα). Και φέρει την παλιά ετικέτα του κτήματος, όχι την σημερινή, με την οποία είμαστε εξοικειωμένοι.

Τώρα, απλά καιροφυλακτώ για τις κατάλληλες αφορμές. 🙂

Οινόραμα 2014 –αυτή τη φορά, στο παλιό αεροδρόμιο

Η εκδήλωση:

Ε, δεν μπορεί να μην ξέρετε τι είναι το Οινόραμα! Το Οινόραμα είναι (μάλλον) η μεγαλύτερη και σημαντικότερη οινική έκθεση στην Ελλάδα, με ιστορία περίπου είκοσι ετών. Συγκεντρώνει, εκτός από οινοπαραγωγούς και εισαγωγείς, πολλές εταιρείες που εμπορεύονται εξοπλισμό οινοποίησης – εμφιάλωσης – ετικέτας κλπ κι έχει καθιερωθεί ως το ραντεβού του οινικού κόσμου της Ελλάδας κάθε δύο χρόνια.

Αυτή τη φορά όμως συστεγαζόταν με έκθεση για το ελαιόλαδο. Σχετικές απορίες κι ερωτηματικά θα ακολουθήσουν.

Το μέρος:

Η έκθεση είναι μεγάλη, πραγματικά μεγάλη. Φέτος έγινε για πρώτη φορά στο Ολυμπιακό Κέντρο Ξιφασκίας στον χώρο του Ελληνικού. Παρότι επιλύθηκε το χρόνιο πρόβλημα του παρκαρίσματος, η έκθεση παρουσίαζε παιδικές ασθένειες οι οποίες είναι αδιανόητες μετά από τόσα χρόνια ύπαρξης. Δεν υπήρχαν ταμπέλες να σε κατευθύνουν, ούτε στο χώρο του αεροδρομίου ούτε καν στην ίδια την είσοδο της έκθεσης. Το συνεπαγόμενο περπάτημα/ψάξιμο με τον χθεσινό βοριά δεν ήταν καθόλου ευχάριστη υπόθεση.

Οι εκθέτες μου φάνηκαν λιγότεροι από άλλες χρονιές (δει δε χρημάτων…) όμως μου άρεσε που τα περίπτερα είχαν οργανωθεί γεωγραφικά κι έβρισκες μαζεμένους τους παραγωγούς της Βορείου Ελλάδος, της Κρήτης, κοκ. Έτσι κι αλλιώς, στο μυαλό του κάθε οινόφιλου το πρώτο κριτήριο κατηγοριοποίησης του κρασιού είναι η γεωγραφία.

Θέλω να θίξω κάτι όμως. Το θέμα με τα επιπλέον € 3 για να πάρεις ποτήρι δεν είναι καινούργιο, είχε ήδη γίνει το 2012. Παρόλα αυτά, το θεωρώ συνεχιζόμενο λάθος. Τι είδους συμπεριφορά ενθαρρύνουν στο κοινό; Να φέρουμε ποτήρια από το σπίτι; Να ζητάμε από τους εκθέτες να στάξουν στις χούφτες μας για να δοκιμάσουμε; Δεν ξέρω τι κόστος αντικατοπτρίζει η κίνηση στην πράξη (άλλωστε νομίζω αφορά μόνο όσους μπαίνουν με πρόσκληση) αλλά αποπνέει μια (να το πω; θα το πω!) τσιγκουνιά κι αυτό είναι αρνητικό.

Η ημέρα:

Επειδή «χρησιμοποιώ» αυτές τις εκθέσεις για να δοκιμάζω είτε παραγωγούς που δεν ξέρω είτε καινούργια κρασία ή, τέλος, κρασιά που έχω πολύ καιρό να δοκιμάσω, επιλέγω συνήθως από πριν τι πάνω – κάτω θα δοκιμάσω ή τουλάχιστον τι θα ψάξω. Φέτος έτυχε να έχω περιορισμούς με διάφορες υποχρεώσεις, οπότε πήγαμε στο μόνο «παράθυρο ευκαιρίας» που υπήρχε: Κυριακή πρωί. Είχε περισσότερο κόσμο απ’ ό,τι περίμενα αλλά υπήρχε άνεση ανάμεσα στους πάγκους και δεν δυσκολευτήκαμε.

Οι δοκιμές και οι εντυπώσεις μου:

Οι στόχοι μου ήταν Σαντορίνη – Κρήτη – Ζάκυνθος (και σε μεγάλο βαθμό τους πέτυχα). Ξεκίνησα με τον Γαβαλά όπου δοκίμασα κατ’ αρχήν μια ποικιλία που δεν είχα ακούσει καν ξανά, το Κατσανό. Τραγανό και ηφαιστειώδες, φέρνει άμεσα στο νου Σαντορίνη, αν και δεν έχει ούτε την οξύτητα ούτε την επίγευση του ασύρτικου. Φανταστείτε ένα μοσχοφίλερο φτιαγμένο για ανθρώπους που σιχαίνονται το μοσχοφίλερο – αν κι αυτή η περιγραφή μάλλον αδικεί την ποικιλία.  Πάντως είναι ένα ενδιαφέρον κρασί, αν και με κοντό τελείωμα. Η Σαντορίνη του Γαβαλά είναι καλοδουλεμένη και τυπική, γεμάτη λεμονανθούς. Το Wild ferment είναι πολύ πετυχημένο, πιο λιπαρό στο στόμα κι ελκυστικό, μια πραγματική απόλαυση για εραστές του ασύρτικου! Σημειώνω, δεν θυμίζει το «ομώνυμο» της Γαίας, καθώς δεν έχει περάσει καθόλου από βαρέλι. Το Νυχτέρι ήταν υπέροχο, ισορροπημένο, παρά το υψηλό αλκοόλ – χαίρομαι ιδιαίτερα που αυτά τα κρασιά βρίσκουν σιγά –σιγά μια σταθερή θέση στην γκάμα των παραγωγών. Αργότερα δοκίμασα και το vinsanto του, ήταν καλό χωρίς να με ενθουσιάσει – ίσως επειδή υπήρχαν κι άλλα προς δοκιμή στην έκθεση.

Συνέχεια στον πάγκο της Santo Wines για κάτι που περίμενα με ανυπομονησία: αφρώδες από ασύρτικο. Ομολογώ ότι απογοητεύτηκα. Είχε την επιθετική οξύτητα που συνήθως απολαμβάνουμε στις Σαντορίνες, χωρίς όμως παρατεταμένη επίγευση και μια πικράδα σχεδόν αδικαιολόγητη. Ενδιαφέρον σίγουρα, αλλά όχι αρκετά ελκυστικό. Να σημειώσω φυσικά ότι πρόκειται για την πρώτη τους προσπάθεια, τον πρώτο τρύγο που εμφιαλώνεται.

Σειρά είχε η Κρήτη και συγκεκριμένα ο Δουλουφάκης. Πρόκειται για παραγωγό που, κατά την γνώμη μου, προσφέρει συγκλονιστικό value for money. Γνωρίζω κι αγαπώ τα ερυθρά του, οπότε ήθελα να δοκιμάσω τα λευκά. Μας καθοδήγησε ένας αυστηρός μυστακοφόρος Κρητίκαρος – πώς μου αρέσει η ευγενική αλλά αντρίκεια αντιμετώπιση που βγάζουν οι Κρητικοί στην καθημερινότητά τους! (όσο ακριβώς με εκνευρίζει ο τρόπος που αντιμετωπίζουν την οπλοκτησία!) Ήπια Sauvignon Blanc, αντιπροσωπευτικό κι ευχάριστο, Chardonnay που δεν θύμιζε την ζέστη της Κρήτης, αλλά έφερνε στο νου ψυχρότερα κλίματα, το λευκό Enotria, και τον λευκό Άσπρο Λαγό (προσοχή, υπάρχει και ερυθρός) από την ποικιλία των ημερών, το Βιδιανό, περασμένο διακριτικά από βαρέλι. Όλα τα κρασιά του Δουλουφάκη είναι ισορροπημένα, απεικονίζουν πιστά τις αρετές της ποικιλίας που υπάρχει στη φιάλη και τα βρίσκω πάντα πιο οικονομικά από όσο θα ήμουν πρόθυμος να πληρώσω. Στο τέλος της ημέρας δοκίμασα και δύο γλυκά τους, τα οποία δεν τα θεωρώ τα δυνατότερα της γκάμας – αλλά ίσως αδικήθηκαν, γιατί είχαν προηγηθεί ένα σωρό vinsanto.

Δίπλα ακριβώς ήταν το οινοποιείο του Πατεργιαννάκη, όπου δοκίμασα και το δικό τους, βιολογικής καλλιέργειας, Βιδιανό. Δεν ήταν καλό δυστυχώς, υπήρχε έντονα η αίσθηση της φυτικότητας που δείχνει άγουρη πρώτη ύλη.

Επιστροφή στην Σαντορίνη, με το οινοποιείο Χατζηδάκη. Μας σερβίρισε ο ίδιος ο ιδιοκτήτης και οινοποιός, ένας άνθρωπος με πάθος για την δουλειά του. Η Σαντορίνη του Χατζηδάκη δεν μοιάζει με Σαντορίνη. Έχει μια στρογγυλάδα και μια απαλότητα, έχει υπέροχα ενσωματωμένο το αλκοόλ της και διαθέτει μια γενναιοδωρία που σπάνια την βρίσκεις στο ασύρτικο. Είναι χυμώδης και κομψή ταυτόχρονα. Η εκδοχή των Vielles vignes (παλαιωμένα κλήματα) είναι ακόμα καλύτερη, ενώ το Νυχτέρι είναι μια πραγματική απόλαυση που κάθε οινόφιλος θα έπρεπε να δοκιμάσει. Αργότερα έκανα πέρασμα και με Μαυροτράγανο (πολύ καλό, αν και υπάρχουν και καλύτερες εμφιαλώσεις), Βινσάντο (συγκρατημένο, «αντρικό», υπέροχο) και Νάμα, γλυκό κρασί από Μανδηλαριά. Το Νάμα είναι πολύ σωστά φτιαγμένο, αλλά εξοντωτικά γλυκό.

Βρήκα ευκαιρία στην επόμενη στάση και δοκίμασα μια σειρά κρασιά από τη Νέα Ζηλανδία και το οινοποιείο Graywecke. Γενικά μου αρέσουν τα κρασιά της Ν.Ζηλανδίας και τα κυνηγάω, παρότι τα βρίσκω κάπως ακριβά για την πραγματικότητα της μνημονιακής Ελλάδας. Ήπια ένα δροσιστικό, αστραφτερό Sauvignon Blanc, ένα απολαυστικό “Wild Sauvignon” (Sauvignon Blanc σε βαρέλι) που θα έβαζε τα γυαλιά σε πολλά Sancerre, δυο Chardonnay (αυτό από βόρειο νησί δεν άξιζε ιδιαίτερα, σε αντίθεση με του νοτίου). Δοκίμασα ένα καλοφτιαγμένο Pinot Gris, μια αδικημένη ποικιλία κι ένα πραγματικά εξαιρετικό Riesling, με πληθωρικά αρώματα (βενζίνη στο ποτήρι μας!), ατσαλένια οξύτητα και μια γλύκα από τα σάκχαρα που ισορροπούσε τέλεια πάνω στην κόψη του ξυραφιού. Τέλος, δοκίμασα και δύο Pinot Noir. Του βορείου νησιού, και πάλι, δεν είχε τόσο ενδιαφέρον, του νοτίου όμως ήταν το είδος του κρασιού που χτίζει την καλή φήμη μιας περιοχής. Πληθωρικό μπουκέτο, μεγάλη επίγευση, καλή δομή. Απλά απολαυστικό. Παρόλα αυτά, με τιμές από € 20 και πάνω, δεν ξέρω σε ποιους καταναλωτές απευθύνονται.

Δίπλα ακριβώς ήταν ο πάγκος του Γράμψα, από την Ζάκυνθο. Ο κος Γράμψας φτιάχνει ένα λευκό από Γουστολίδι, μια τοπική ποικιλία, πολύ ιδιαίτερη. Ήθελα όμως να δοκιμάσω τον Αυγουστιάτη του. Ο Αυγουστιάτης είναι μια ποικιλία που την πιστεύω πολύ, δίνει κρασιά σκουρόχρωμα, μαύρα, πληθωρικά, με μέτρια οξύτητα αλλά καλοδομημένες τανίνες. Θες μαχαιροπήρουνο για να τον χειριστείς! Ο Γράμψας κάνει τρεις εκδοχές του: το nouveau, που είναι πολύ πιο σοβαρός από τα περισσότερα nouveau, τον παλαιωμένο, ιδανικό για να γνωρίσει κανείς την ποικιλία, και τον πιο ενδιαφέροντα από τους τρεις, τον γλυκό. Χωρίς έντονη γλύκα, το κρασί θυμίζει ένα πορτ που δεν έχει υψηλό αλκοόλ. Πιστεύω ότι είναι ιδανικό για το τέλος ενός γεύματος με αγαπημένους φίλους που κανείς δεν θέλει να σηκωθεί από το τραπέζι. Σε κάθε περίπτωση, σημειώστε τον Αυγουστιάτη, θα τον ακούσουμε πολύ τα επόμενα χρόνια!

Στην λογική της σύγκρισης, κατευθύνθηκα προς τον πάγκο του Συνεταιρισμού Ζακύνθου. Ανάκατα με ανθρώπους που δοκίμαζαν ελαιόλαδο ή καλούδια τύπου σταφίδες βουτηγμένες σε σοκολάτα (ωραιότατο μεν, φοβάμαι ότι ανήκε σε άλλη έκθεση δε) δοκίμασα ένα τίμιο Λευκό (που δεν συγκράτησα την ποικιλία από την οποία φτιάχνεται), τη Βερντέα τους (παραδοσιακό και λίγο ρουστίκ) και τον Αυγουστιάτη τους (όχι τόσο καλοφτιαγμένεος όσο του Γράμψα, αλλά και πάλι ενδιαφέρον και ιδιαίτερος).

Λίγο πιο κει, ο Αργυρός. Είχα σταματήσει να δοκιμάζω λευκά και πέρασα κατ’ ευθείαν στο ε-ξαι-ρε-τι-κό Μαυροτράγανο του οινοποιείου, αλλά και στα βινσάντο 3 επιπέδων που προσφέρουν: παλαίωση για 4, 11 ή 20 έτη. Το 20-ετές βινσάντο του Αργυρού είναι ένα υπέροχο κρασί, γεμάτο τραγανά αρώματα κι επίγευση που συγκινεί. Θεωρώ ότι κάθε φίλος του κρασιού θα πρέπει να το δοκιμάσει κάποια στιγμή. Τα άλλα δυο δεν πάνε πίσω, ειδικά αν συγκρίνεις ποιότητα / κόστος.

Τελείωσα με μια μίνι σειρά Ξινόμαυρων. Ήθελα να δω το Κτήμα Μελιτζανή μετά το τραγικό δυστύχημα που είχε συμβεί πριν λίγα χρόνια. Δοκίμασα ένα Ξινόμαυρο με Merlot (βολικό, «θηλυκό» κρασί, που δεν θα προβληματίσει την παρέα αλλά θα σε βγάλει ασπροπρόσωπο), το Κτήμα τους (μια τυπική Νάουσσα, με σωστή οξύτητα, καλοφτιαγμένες τανίνες κι όλη την ένταση που πρέπει να έχει) και την Κάβα του 2000 – πολύπλοκο, δομημένο, αλλά έντονα όξινο ακόμα και για τα δικά μου γούστα. Με χαρά διαπίστωσα ότι το Κτήμα είναι στο ίδιο, αγαπημένο επίπεδο που ήξερα. Δοκίμασα επίσης από την Μπουτάρης Οινοποιητική ένα single vineyard Ξινόμαυρο που με ενθουσίασε. Είχε αρωματικό βάθος, είχε τυπικότητα, είχε συγκρατημένη, ισορροπημένη γεύση, ευχάριστο φρούτο και ήπιες τανίνες. Δυστυχώς δεν συγκράτησα την ετικέτα, αλλά θα έχω το νου μου να το ψάξω. Ειδικά όσο το «αντίπαλο δέος», η πολύ-αγαπημένη Ράμνιστα συνεχίζει να μεταμορφώνεται σε κρασί του Νέου Κόσμου…

Τι συγκράτησα:

Οι Έλληνες επικεντρωνόμαστε πια στις ελληνικές ποικιλίες, και καιρός ήτανε! Αιώνες συνύπαρξης με τον τόπο τους έχουν δώσει πλεονεκτήματα προσαρμογής στο terroir που δεν είναι δυνατό να τα περιμένεις από τις κοσμοπολίτικες. Οι υποψήφιες για το επόμενο χιτ, για τη νέα Μαλαγουζιά ας πούμε, είναι πολλές. Συγκρατείστε το Βιδιανό από την Κρήτη και τον Αυγουστιάτη από τη Ζάκυνθο – έχουν χαρακτήρα και θα δώσουν σημαντικά πράγματα στο μέλλον.

Επίσης προχωράει (έμμεσα και αποσπασματικά, αλλά προχωράει) η ιδέα του cru με τις εμφιαλώσεις από επιλεγμένους αμπελώνες στις ποίες προχωράνε από δική τους πρωτοβουλία διάφοροι παραγωγοί. Θεωρώ ότι αν προσεχθεί να «συνδεθούν» η εικόνα αυτών των εμφιαλώσεων με την τοπικότητα και τα ΟΠΑΠ θα είμαστε σε καλό δρόμο για αναγνώριση συγκεκριμένων crus κι αυτό θα είναι καλό για όλους τους σοβαρούς παραγωγούς.

Η ίδια η έκθεση δεν ήταν τόσο απολαυστική όσο την θυμάμαι, υπήρχαν ελλείψεις και μικρο-αβλεψίες που δεν της ταιριάζουν. Μεγαλώνω και παραξενεύω; Ίσως. Ωστόσο, έχω βρεθεί σε αρκετά Οινοράματα (και άλλες εκθέσεις) για να ξέρω τι να περιμένω. Ελπίζω τα θεματάκια να ξεπεραστούν το 2016 και το Οινόραμα να γίνει και πάλι αυτό που περήφανα είναι χρόνια τώρα: σημείο αναφοράς για το ελληνικό κρασί.

Το κρασί που χάνεται

Αναδημοσίευση άρθρου της Τάνιας Γεωργιοπουλου από την Καθημερινή:

Bραδάκι καλοκαιριού στο Σούνιο. Το φεγγάρι μια φέτα καρπουζιού στον ουρανό, φωτίζει απέναντι τον ναό του Ποσειδώνα. Ταβέρνα δίπλα στη θάλασσα, με το κύμα να σκάει ελαφρά ξεπλένοντας τα βότσαλα. Ψαράκι και κουβεντούλα. Στο διπλανό τραπέζι, μια παρέα Γάλλων απολαμβάνει το ειδυλλιακό τοπίο. Σε λίγο φτάνουν στο τραπέζι τους τα «πρώτα» μαζί με μια καράφα…

Τα ποτήρια τους γεμίζουν με το υποκίτρινο, λίγο θολό, υγρό. Χύμα κρασί. «Γιατί;», αναρωτιέμαι. Ανοίγω τον κατάλογο και οι απορίες λύνονται μονομιάς. Ή χύμα ή ένα εμφιαλωμένο πολύ χαμηλής ποιότητας. Αυτά προσφέρει το μαγαζί, με αυτά πρέπει να βολευτείς. (…)

Ερχονται, λοιπόν, από τη διάσημη οινοπαραγωγό Γαλλία στην Ελλάδα για διακοπές, όπου τους προσφέρουν ένα αγνώστου προελεύσεως, συστάσεως και κυρίως απαίσιο γευστικώς «αλκοολούχο ποτό», το οποίο μόνο κατ’ ευφημισμόν θα μπορούσε να ονομαστεί «κρασί». Τους παρατηρώ να ακουμπούν το ποτήρι στα χείλη, να μυρίζουν το περιεχόμενό του και να το εγκαταλείπουν με ένα μορφασμό αποδοκιμασίας. Παραγγέλνουν μπίρες.

Φαντάζομαι πως θεωρούν ότι δεν έχουν άλλη επιλογή. Πού να ξέρουν ότι θα μπορούσαν να συνοδεύσουν το ψάρι τους με ένα υπέροχο Ασύρτικο βαρέλι από τη Σαντορίνη. Οτι το κοτόπουλό τους θα μπορούσε θαυμάσια να ταιριάξει με ένα νεαρό Αγιωργίτικο. Οσο για ένα παλαιωμένο Ξινόμαυρο, αν το δοκίμαζαν, μάλλον θα νόμιζαν ότι προέρχεται από άλλη χώρα. Και αν τελείωναν το δείπνο τους με ένα vinsanto ή λίγο νέκταρ σαμιώτικο; Είμαι σίγουρη ότι θα ρωτούσαν περισσότερες λεπτομέρειες, ίσως να αναζητούσαν σε μια κάβα αυτό που είχαν γευθεί. Κάποιοι ίσως να αποτολμούσαν να παραχώσουν στη βαλίτσα τους εμφιαλωμένα κρασιά από την Ελλάδα. Οταν στην πατρίδα τους πλέον, ένα χειμωνιάτικο βράδυ με φίλους θα άνοιγαν ένα ελληνικό κρασί, θα είχε γίνει ένα πρώτο βήμα για την προώθηση των κρασιών μας στο εξωτερικό. (…) Η δημιουργία γευστικών αναμνήσεων είναι ο πιο εύκολος, φθηνός και κυρίως αποτελεσματικός τρόπος διαφήμισης για προϊόντα διατροφής. Μήπως αντί να χρηματοδοτούμε ημετέρους να στήνουν περίπτερα και πανό, να επιδοτήσουμε την προσφορά εμφιαλωμένων οίνων στις τουριστικές περιοχές;

Το πλήρες κείμενο εδώ.

Δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω απόλυτα. Ειδικά στα εστιατόρια, στις ταβέρνες και γενικότερα στα μέρη εστίασης είναι απελπισία ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται το κρασί και ειδικά ο τρόπος με τον οποίο στιγματίζεται το ελληνικό κρασί σαν τρίτης ποιότητας προϊόν. Μετά αναρωτιόμαστε γιατί δεν πουλάμε στο εξωτερικό…

Ανοιχτές Πόρτες το Σαββατοκύριακο

Αυτό το Σαββατοκύριακο (16, 17/5), η ετήσια εκδήλωση του Ευρωπαϊκού Δικτύου Πόλεων του Κρασιού μας προσκαλεί στα οινοποιεία όλης της χώρας για ξεναφγήσεις και δοκιμές. Πρόκειται για μεγάλη ευκαιρία για τους καταναλωτές, ειδικά για όσους δεν έχουν επισκεφτεί ακόμη κάποιο οινοποιείο κι έτσι θα εκτεθούν στην όμορφη αυτή εμπειρία για πρώτη φορά.

Εκτός από περιοχές όπως η Νεμέα ή η Μαντίνεια, τόσο η Αττική όσο και η Κεντρική Ελλάδα (με την Ένωση Οινοπαραγωγών Αμπελώνα Κεντρικής Ελλάδος να συμμετέχει σύσσωμη) προσφέρουν πολλές ευκαιρίες. Λίστες με οινοποιεία που συμμετέχουν μπορείτε να βρείτε εδώ (για Αττική), εδώ (για Κεντρ.Ελλάδα) κι εδώ (για Β.Ελλάδα).

Καλές βόλτες εύχομαι! 🙂

Τα ψώνια της τελευταίας στιγμής

– Τα πήρες όλα;
– Ναι, ναι.
– Τη λαμπάδα για τη βαφτιστήρα μας;
– Ναι.
– Τα τσουρέκια;
– Ναι.
– Τα αυγά;
– Ναι.
– Το βιβλιάριο του παιδιού;
– Ναι.
– Το ποδήλατο;
– Ναι.
– Τις φωτογραφίες που τυπώσαμε για τη μαμά σου;
– Ναι.
– Τα σουτζούκια που υποσχεθήκαμε του κουμπάρου μας;
– Ναι σου λέω, ναι, ναι, ναι!
– Τα κρασιά;
– ….
– Δεν πήρες τα κρασιά;!
– Ήθελα να τα πάρω, αλλά δεν θυμόμουνα ποια ταιριάζουν με αυτά που θα φάμε.
– Μα τι είναι αυτά που λες; Όλες οι πληροφορίες είναι διαθέσιμες, δεν έχουμε τίποτα μυστικό!
– Πρέπει να μου τα θυμήσεις.
– (στεναγμός) Λοιπόν, έχουμε και λέμε: μαγειρίτσα με Ασύρτικο. Αν δεν είναι πολύ αρωματικό, παίζει και Sauvignon Blanc. Αυγοσαλάτες και τρελοί μεζέδες με κάποιο ροζέ από Ξινόμαυρο. Οβελίας με Νάουσα ή κάποιο χαρμάνι με Ξινόμαυρο. Ψητό στο φούρνο με Νεμέα ή κάποιο χαρμάνι με Cabernet. Το σημείωσες;
– … χαρμάνι με Cabernet. ‘ντάξει!
– Ωραία.
– Και αν έχουμε αρνάκι με αγκινάρες;
– Θα το απολαύσουμε, αλλά για το κρασί καλή μας τύχη!
– Τόσο δύσκολο;
– Ω, ναι. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να τσιμπήσεις λίγο παραπάνω το λεμόνι του αυγολέμονου και να ποντάρεις σε κάποιο βαρελίσιο Sauvignon Blanc.
– …. βαρελίσιο Sauvignon Blanc. ‘ντάξει!
– Ωραία.
– Και δεν μου λες τώρα: όλα αυτά θα τα πάρουμε με το αμάξι στο χωριό;
– Ε, ναι, φυσικά.
– Και θα χωρέσουμε κι εμείς; Και η λαμπάδα, και τα τσουρέκια, και τα αυτά, και το βιβλιάριο, και το ποδήλατο, και οι φωτογραφίες, και τα σουτζούκια;
– Χμ.
– Χμ δεν θα πει τίποτα.
– Πρέπει να στήσουμε κάβα στο χωριό, δεν πάει άλλο.
– Έτσι είναι. Τα πράγματα έχουν φτάσει στο απροχώρητο. Πώς θα αναστήσουμε χωρίς κάβα;
– Μου κάνεις πλάκα τώρα, αλλά τέλος πάντων.
– Αμ αναστήσαμε Αγησίλαεεεεεε…..
– Βρε κοίτα να έχουμε δυο μπουκάλια της προκοπής μαζί μας, μην καταντήσουμε να πίνουμε τον κουτελίτη του μπάρμπα σου!
– Α πα πα πα πα! Χίλιες φορές μπύρα!
– Μην σου πω κοκακόλα.
– Ε, ας μην το τραβάμε και τόσο μακριά!

Καλή μας Ανάσταση! 😀

Κάθετες Ράμνιστες (και σούπες οριζόντιες)

Μέσα στις γιορτές, οργάνωσα λίγο την πτωχή πλην τίμια κάβα μου και διαπίστωσα ότι, χωρίς να το έχω σχεδιάσει, είχα βρεθεί κάτοχος τριών διαφορετικών τρύγων του ίδιου κρασιού. Συγκεκριμένα, της Ράμνιστας, της Νάουσας του κυρ-Γιάννη και των τρύγων του 2005, 2003 και 2000. Επιπλέον, σε μια επίσκεψη στον Ανθίδη, πέτυχα κι άλλες δύο χρονιές (2004 και 1999), οπότε το project είχε ήδη σχηματιστεί στο μυαλό μου: αυτό άξιζε να γίνει αφορμή για μία βραδιά κάθετης γευσιγνωσίας, με λίγους φίλους που έχουν κι αυτοί το μεράκι του κρασιού. Έτσι κι αλλιώς, η πραγματική απόλαυση στο κρασί είναι να το μοιράζεσαι με ανθρώπους που «πάσχουν» από το ίδιο μεράκι. Οι υποψήφιοι ήταν ήδη σεσημασμένοι, και τους βρίσκετε και στην μπλογκόσφαιρα (συγκεκριμένα εδώ κι εδώ).

Κάθετη ονομάζεται μία δοκιμή όταν περιλαμβάνει πολλές διαφορετικές χρονιές από το ίδιο κρασί. Οι δοκιμαστές μπορούν να εκτιμήσουν την εξέλιξη του κρασιού και τις διαφορές από τρύγο σε τρύγο. Αντίστοιχα, η οριζόντια δοκιμή περιλαμβάνει κρασιά της ίδιας εσοδείας και με κάποιο κοινό χαρακτηριστικό – π.χ. από την ίδια περιοχή ή από την ίδια ποικιλία.

Ήθελα φυσικά να παίξουμε με τους τρύγους κι όχι απλά να τους δοκιμάσουμε. Έτσι, καταλήξαμε σε ένα μενού με πολλά, διαφορετικά «κύρια» πιάτα – μπουκίτσες αν χρειαζόταν – προκειμένου να υποστηρίξουμε τις διαφορετικές Νάουσες. Ξεκινά η λίστα: παϊδάκια αρνίσια (αρκετά εκ των οποίων μισο-ψημένα), μπριζολάκια χοιρινά μαριναρισμένα (με τη μυστική μαρινάδα του σεφ), πατάτες φούρνου, πρασο-κιμαδόπιτα, ναουσσιώτικα πιτάκια με πιπεριές Φλωρίνης και τυρί (courtesy of Food Junkie) και μια ανάμεικτη πράσινη σαλάτα με μανιτάρια και ροζ πιπέρι (ουφ, τέλειωσε, εντάξει!). Όλα αυτά βγήκαν μαζί, ώστε ο καθένας να μπορεί να δοκιμάσει από το πιάτο του διαφορετικές μπουκιές με διαφορετικούς τρύγους.

salataweb

Σαλάτα με μανιτάρια και ροζ πιπέρι

kreasweb

Ποικιλία ψητών κρεάτων (ορισμένα με το αιματάκι τους, σχεδόν να βελάζουν…)

Δεν ήθελα όμως να μην φτάσουμε χορτάτοι στα κύρια. Για όσο περιμέναμε, δύο είδη αλμυρά ταρτάκια δίπλα στο αφρώδες (επίσης από Ξινόμαυρο) ήταν εντάξει, αλλά χρειαζόταν κάτι ιδιαίτερο για τον ρόλο των πρώτων, τέτοιο που να μην «διαταράξει» την ισορροπία και την ροή ενός γεύματος αλλά να μας αφήσει κι ανάλαφρους. Η λύση ήρθε περίπου ως επιφοίτηση: θα σερβίριζα τρεις διαφορετικές σούπες για το σύνολο των πρώτων. Δοκιμάστηκε, με μεγάλη επιτυχία, και το προτείνω ανεπιφύλακτα και για τα τραπέζια σας. Ναι λοιπόν, οι σούπες ήταν σούπερ (ήταν από τα πιο άθλια λογοπαίγνια που μπορούσα να γράψω, το παραδέχομαι).

Όσο για τα αποτελέσματα της βραδιάς; Στα μεν πρόσωπα ήταν κολακευτικά εορταστικά: αν κάτι αξίζει να μάθουμε ξανά από αυτή την διαβόητη κρίση (είτε σαν γεγονός, είτε σαν αφορμή), είναι το πόσο όμορφα νιώθεις να δέχεσαι διαλεχτούς φίλους στο σπίτι και να τους «κακομαθαίνεις» όσο μπορείς.

dsc01577

Οι νύφες της βραδιάς

Στα δε ποτήρια η ετυμηγορία ήταν περίπου κοινή: με την αλλαγή του κλίματος αρχίζει να χάνεται η τυπικότητα σε ορισμένες ΟΠΑΠ. Επίσης, είναι εντυπωσιακή η άνοδος στον αλκοολικό βαθμό: 1,5 βαθμός μέσα σε 6 χρόνια. Αυτό είναι στοιχείο προβληματισμού για την κλιματική αλλαγή και το πώς επηρεάζει την ωριμότητα των σταφυλιών. Οι πιο πρόσφατοι τρύγοι (2005 και 2004) σχεδόν δεν είχαν χαρακτήρα Νάουσας κι ενδεχομένως, ειδικά για το 2005, ήταν δύσκολο να αναγνωρίσεις το Ξινόμαυρο. Το βαρέλι κυριαρχούσε, αλλά ήταν και νωρίς για να μετριαστεί η επήρειά του. Αντίθετα, 2000 και 1999 ήταν πολύ πιο τυπικές χρονιές, ξεκάθαρα Νάουσες, με κεραμιδί αποχρώσεις στο σκούρο χρώμα τους και τα χαρακτηριστικά αρώματα ντομάτας (λιαστή για το 2000, κέτσαπ για το 1999). Όμορφες, ευγενικές τανίνες και ιδανική οξύτητα για δίπλα στο φαγητό (πιο τονισμένη στο 1999, που έτσι κι αλλιώς ήταν το πιο άρτιο κρασί της συλλογής). Έδειχναν να έχουν ακόμα ζωή κι εξέλιξη μπροστά τους, ειδικά το 1999. Τέλος, το 2003 ήταν μια πολύ ιδιαίτερη χρονιά. Με ένα από τα πιο ζεστά καλοκαίρια που θυμάμαι, το κρασί ήταν γοητευτικό κι ανέφελο, ευχάριστο στο στόμα και χαρωπό, αλλά ήδη έδειχνε να πλησιάζει τις αντοχές του – δεν έχει πολλά χρόνια ακόμα μπροστά του. Με μια ανέμελη γενναιοδωρία σκορπάει την απόλαυσή του γρήγορα. Θα τολμήσω μια παρομοίωση: αν οι άλλοι τρύγοι ήταν μια οικογένεια οικονομολόγων και τραπεζιτών, το 2003 είναι αυτός που πήγε και σπούδασε σκηνογράφος και τώρα έχει πάει εθελοντής στον Αμαζόνιο για να σώσει κάποιο σπάνιο είδος ακρίδας. 🙂

Παράλληλες ματιές (και…αντίστοιχη κάλυψη) για την βραδιά μπορείτε να βρείτε στα blog των συνδαιτυμόνων, εδώ (με πλήρη κάλυψη του ε-ντυ-πω-σια-κό-τα-του dessert) και εδώ (με πλήρη κάλυψη των εξαιρετικών τυριών).

Ακολουθούν οι τρεις σούπες και οι συνταγές τους. Όλες είναι υπολογισμένες για 6 μερίδες περίπου και απαιτούν σπιτικούς ζωμούς (για τους οποίους θα κάνω προσεχώς κάποια λεπτομερή ανάρτηση, επειδή έχουν ιδιαίτερη σημασία). Συνέχεια

Χρυσοί Σκούφοι ‘09

pfo87701

Υπάρχουν ορισμένα Άγια Δισκοπότηρα στη ζωή του κάθε ανθρώπου. Τα Holy Grail αντιστοιχούν σε όλα όσα αγαπά, κι όταν φτάσει να τα ζήσει ενθουσιάζεται ίσως περισσότερο με την προσμονή της εμπειρίας παρά με την εμπειρία αυτή καθ’ αυτή. Αυτός που αγαπά την οδήγηση ονειρεύεται την στιγμή που θα οδηγήσει μια Ferrari, αυτός που αγαπά τη μόδα την στιγμή που θα παρακολουθήσει live, δίπλα στο catwalk, τις καινούργιες κολεξιόν στο Μιλάνο. Οι συλλέκτες δίσκων εκστασιάζονται μπροστά στο αυθεντικό Sticky Fingers με το φερμουάρ στο εξώφυλλο κι όποιος αγαπά το σκάκι αναρωτιέται πώς θα ήταν να παίξει ενάντια στον ίδιο τον Κασπάροφ (ή μάλλον, τον Viswanathan Anand πλέον). Όσο για αυτόν που αγαπά την γαστρονομία, το Holy Grail είναι μια βραδιά στο El Buli, μια επίσκεψη στο Fat Duck ή μια φιάλη Ch.Lafite-Rotschild 1982, μοιρασμένη με τον σωστό άνθρωπο. Αν αυτά δεν είναι εφικτά, το αμέσως επόμενο που ονειρεύεται, είναι μια θέση στο τραπέζι της απονομής των Χρυσών Σκούφων. 🙂

Οι Χρυσοί Σκούφοι είναι τα ετήσια βραβεία υψηλής γαστρονομίας του περιοδικού «Αθηνόραμα» (όπως άλλωστε ξέρετε ήδη, αλλιώς πώς βρεθήκατε σε τούτο δω το ιστολόγιο?). Φέτος ήταν η 16η χρονιά απονομής τους. Για το δείπνο που ακολουθεί συνηθίζεται να έρχεται κάποιος γνωστός και πολύ-βραβευμένος σεφ από το εξωτερικό, ενώ οι θέσεις στα τραπέζια δίνονται αυστηρά με πρόσκληση. Φέτος, με αρκετή περιέργεια για το τι θα ζήσουμε και ξεχνώντας στο σπίτι φωτογραφική και σημειωματάριο, είχα την χαρά και την τιμή να συνοδεύσω την καλή μου σε ένα dinner gala που πολλοί θα ήθελαν να δουν (και – κυρίως – να γευτούν!) από κοντά.

Για να μην αναρωτιέστε για το πόθεν έσχες της πρόσκλησης, ήμουνα ένας από τους νικητές στον διαγωνισμό που έκανε φέτος το Αθηνόραμα για τους αναγνώστες του. Ο διαγωνισμός απαιτούσε να απαντήσεις σε ένα σετ αρκετά δύσκολων ερωτήσεων – πιστεύω πως πολλοί θα (έπρεπε να) αποθαρρύνθηκαν από το επίπεδο δυσκολίας. Ε, όπως γίνεται σε αυτές τις περιπτώσεις, απάντησα, κέρδισα και πήγα (κάτι σε «veni, vidi, vici» ανακατωμένο). Κι όταν ήρθε το courier με την πρόσκληση μου πήρε αρκετές ώρες να ηρεμήσω από τον ενθουσιασμό (και να σταματήσω να ουρλιάζω). Το Holy Grail που λέγαμε παραπάνω.

Να πω ευθέως ότι η βραδιά ήταν υπέροχη. Ο Αθήναιος περιγράφει με απόλυτη ακρίβεια τον ρυθμό: allegro ma non troppo. Μπράβο στους διοργανωτές, γιατί κάτι τέτοιο εύκολα θα μπορούσε να ξεχειλώσει και να χάσει τον ρυθμό του. Ξεκινήσαμε με κάποια κοκτέϊλ ή μπύρες από τους χορηγούς, με «κρητικά tapas» δια χειρός Πέσκια να πηγαινοέρχονται: αναρωτιέμαι πόσα από τα σελέμπριτις έφαγαν το σαλιγκάρι πριν ρωτήσουν τι ήταν, χε χε χε. Και γελάω μόνο και μόνο από κακία για να κρύψω τα δικά μου ρεζίλια: γιατί εγώ δεν δοκίμασα το χωνάκι με ανθότυρο νομίζοντας ότι ήταν παγωτό! 😀

Η τελετή βράβευσης ήταν σφιχτή, λιτή and to the point. Έως χλιαρή θα έλεγα σε κάποια σημεία, αλλά (α) δεν έχω εμπειρία από ανάλογες τελετές για να μπορώ πραγματικά να συγκρίνω και (β) πρέπει να είναι ανόητος όποιος περιμένει κάθε τελετή βράβευσης να θυμίζει τα Όσκαρ. Άλλωστε, και το κοινό δεν ήταν όλο τόσο υποψιασμένο όσο θα ήθελε να πιστεύουμε… Η τελετή κράτησε λίγο παραπάνω από μία ώρα και δεν είχε μεγάλες εκπλήξεις (με εξαίρεση ίσως τους «υποβιβασμούς» Kiku και Sea you Up, που δεν τους περίμενα…). Καλύτερο εστιατόριο η Σπονδή (με βραχεία κεφαλή μπροστά από το Etrusco), καλύτερη ελληνική κουζίνα το Βαρούλκο, ψηλά επίσης στη λίστα η Hytra, τα δύο Matshuhisa, το Calypso στην Ελούντα και το Squirrel στην Χαλκιδική. Βραβείο σέρβις πήρε το Alfredo’s και βραβείο λίστας κρασιών η Σπονδή. Το νέο βραβείο value for money κέρδισε το νέο εστιατόριο του Μποτρίνι στη Θεσσαλονίκη (Art O2 Τελλόγλειο)– σημειώθηκε στα must για την πρώτη επίσκεψη στη συμπρωτεύουσα. Η πιο ενδιαφέρουσα στιγμή της τελετής ήταν πιθανότατη η prima vista υπεράσπιση των παραδοσιακών ελληνικών γεύσεων από τον κο Μαμαλάκη. Κατόπιν, περάσαμε στην αίθουσα για το δείπνο.

Εδώ ας βγάλουμε για λίγο τα κοσμικά από τη μέση για να μιλήσουμε για πιο σοβαρά πράγματα. Είδαμε κόσμο και κοσμάκη: από ηθοποιούς και τηλεπαρουσιαστές να φάνε και αι όρνιθαι – oι μάγειρες ήταν λιγότεροι, ακόμα κι αν συνυπολογίσεις και άλλους ανθρώπους «της δουλειάς», όπως τους sommelier. Λοιπόν, δεν ξέρω αν σας σοκάρω, αλλά οι περισσότερες τηλε-περσόνες δεν είναι τόσο γοητευτικοί από κοντά όσο θα ήθελαν να πιστεύουν, αντίθετα. Κάνουν μάλιστα και πολύ βαβούρα. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν και εξαιρέσεις – ο Νίκος Αλιάγας ας πούμε έλαμπε δίπλα στα «χρυσά κορίτσια» του ΜΕΤΑΧΑ. Είδαμε επίσης πολιτικούς (όχι πολλούς κι όχι στο κέντρο της προσοχής), δημοσιογράφους, οινοποιούς (ο κος Γεροβασιλείου για παράδειγμα ήταν παρών). Νομίζω ότι, με εξαίρεση τους αθλητές, κάθε πιθανό δείγμα αυτού που ονομάζουμε ελληνικές διασημότητες ήταν παρόν (εξ ου και οι κάμερες, πολλές κάμερες). Εμείς άλλωστε περισσότερο χαρήκαμε που είδαμε κάποιους φίλους με τους οποίους είχε τύχει να περάσει καιρός χωρίς να βρεθούμε. Τελικά, στην πραγματικότητα η βραδιά προσφερόταν ως αφορμή για να ντυθεί κανείς λίγο πιο κομψά από συνήθως και να το απολαύσει.

winkler

Όλα αυτά όμως έπαψαν να έχουν σημασία όταν άρχισαν να καταφθάνουν στο τραπέζι τα πιάτα του Heinz Winkler. Τα πιάτα (και τα κρασιά που συνόδεψαν το καθένα) τα παραθέτει αναλυτικά με φωτογραφίες η fevis εδώ. Να πω ότι τόσο η κρέμα κολοκύθας όσο και τα χτένια με ουασάμπι και παντζάρια είναι από τα νοστιμότερα και πιο τέλεια εκτελεσμένα πιάτα που έχω φάει ποτέ μου. Με αυτά και μόνο θα δικαιολογούσε απόλυτα την φήμη του ο σεφ – αλλά δεν ήταν μόνο αυτά. Ξεκινήσαμε με μια τριλογία ορεκτικών (η κρέμα αρακά-φουντουκιού ήταν τέ-λει-α), προχωρήσαμε στην κρέμα και στα χτένια και ολοκληρώσαμε με ένα κύριο που πραγματικά αναρωτιέσαι πώς το είχε κάνει: ένα εξαιρετικά ψημένο κομμάτι ελαφιού, μέσα σε ένα «σουφλέ μπαχαρικών» που είχε την υφή και την συμπεριφορά πάστας. Ιδιαίτερο πιάτο, με τα συνοδευτικά του να μην είναι στο ίδιο επίπεδο με το ελάφι. Όσον αφορά τα επιδόρπια (κρέπα με κρέμα πορτοκάλι και πούρο σοκολάτας), τα βρήκα ελαφρώς αδύναμα, σε σχέση τουλάχιστον με το υπόλοιπο μενού, αλλά στην πραγματικότητα γκρινιάζω για να γκρινιάζω. Άλλωστε, δεν τολμώ να φανταστώ τις τιτάνιες δυσκολίες που έχει η εξυπηρέτηση περίπου 350 κουβέρ, με πιάτα τέτοιου επιπέδου και μάλιστα να πρέπει να βγαίνουν ταυτόχρονα από την κουζίνα: ε, αν ξέφυγαν λίγο και σε κάποιο από τα μέρη του μενού, δεν έγινε ζημιά.

Τα κρασιά που συνόδευσαν το δείπνο ήταν κατά σειρά: Astala Μαντίνεια 2008 (Κτήμα Σπυρόπουλου) – καλό, δροσιστικά οξύ, αλλά επιμένω ότι άλλος είναι ο «βασιλιάς» της ζώνης και ο άρχων του Μοσχοφίλερου – Αβέρωφ Traminer 2008 – απολαυστικότατο και πολύ βελτιωμένο, πιστεύω ότι το δροσερό καλοκαίρι του ’08 δίνει πολλούς πόντους στα λευκά της χρονιάς – Σαντορίνη Σιγάλα 2008 – τι να πούμε για μια από τις καλύτερες Σαντορίνες που κυκλοφορούν, εκτός από μπράβο στον κο Σιγάλα και την ομάδα του – «Δύο Ελιές» 2006, Κτήμα κυρ-Γιάννη – να πω την αμαρτία μου; Δεν είναι η πρώτη φορά που το πίνω κι ενώ το θεωρώ αξιόλογο κρασί, το βρίσκω πολύ επιθετικό στις τανίνες. Αναρωτιέμαι πώς θα είναι μετά από μερικά χρόνια παλαίωσης – Σάμος Ανθεμίς για τις κρέπες – εξαιρετικό, όπως πάντα. Όσοι δεν πίνουν γλυκά κρασιά δεν ξέρουν τι χάνουν. Ένας τέλειος εσπρέσο (Hacienda San Pedro) έκλεισε το δείπνο, δίπλα σε ένα ποτήρι Macallan, που γέμισε με τα αρώματά του τον χώρο: ακόμα κι εγώ, που δεν θεωρώ ότι έχω κάποια άποψη γύρω από το ουίσκι, εντυπωσιάστηκα και αντιλήφθηκα την ποιοτική διαφορά του από τα συνηθισμένα «νερά που καίνε» που κυκλοφορούν.

Η βραδιά κύλησε όμορφα και ξεκούραστα ηδονικά. Κάτι ο ρυθμός, κάτι οι ηδονές που μας χάριζε ο Winkler, κάτι τα ποτήρια του κρασιού που κουδουνίζαν χαρούμενα, το τραπέζι έγινε σύντομα μια μεγάλη παρέα κι αφού καλύψαμε θέματα ύψιστης σημασίας (ανταπόκριση από τον αγώνα μπάσκετ του Παναθηναϊκού στη Σιένα – Βερολίνο ερχόμαστε!!!), κουτσομπολέψαμε ασύστολα, γελάσαμε με γαστρονομικές περιπέτειες του καθενός μας και φτάσαμε να διαφωνούμε έντονα για τις στυλιστικές διαφορές ανάμεσα στο λευκό Κτήμα Γεροβασιλείου και το λευκό Βιβλία Χώρα. Ε, όπως καταλαβαίνετε, το βράδυ ήταν απολαυστικό.

Όσο για την πρωτοβουλία του περιοδικού να καλέσει αναγνώστες, την βρίσκω άριστη. Όχι μόνο έδωσε την ευκαιρία σε κάποιους ανθρώπους που πραγματικά εκτιμούν το καλό να το ζήσουν (άλλωστε, αν δείτε τις ερωτήσεις που κληθήκαμε να απαντήσουμε, θα καταλάβετε ότι ουδείς αγεωμέτρητος εισήλθε μέσω του διαγωνισμού) αλλά έβαλε στο κέντρο της εικόνας και τους ανθρώπους για τους οποίους τελικά έχει τόση σημασία ένα σύστημα βραβεύσεων: τους τελικούς πελάτες. Οι ειδικοί της γεύσης ξέρουν περισσότερα και έχουν τόσες προσλαμβάνουσες για να στηρίξουν τις κριτικές τους που δεν τίθεται θέμα εξομοίωσης. Ωστόσο, δεν πρέπει να ξεχνάμε για ποιους γίνονται όλα αυτά και ποιοι τελικά θα στηρίξουν την γαστρονομία σε εύκολα και δύσκολα. Δεν θα είναι οι τηλε-περσόνες ή οι υστερικές μοντέλες που δεν αγγίζουν το πιάτο τους. Θα είναι όσοι εξοικονομούν τα χρήματα για να πάνε δύο, τρεις, πέντε φορές τον χρόνο σε κάτι καλό – αλλά θα πάνε. Και θα πάνε κάθε χρόνο. Αν δούμε τους αναγνώστες που κερδίσαν τον διαγωνισμό σαν μια τρόπον τινά αντιπροσωπεία αυτών, των ερασιτεχνών εραστών της γαστρονομίας, η ευκαιρία που έδωσε το Αθηνόραμα για την συμμετοχή τους λαμβάνει ειδική βαρύτητα.

kouzina1180

Τα βραβεία θα τα διαβάσετε αναλυτικά στο τεύχους του Αθηνοράματος που κυκλοφορεί αυτή την εβδομάδα. Εύχομαι ολόψυχα και του χρόνου – πάντα τέτοια και καλύτερα. 🙂

ΥΓ: Εντάξει, δεν απαγορεύεται το κάπνισμα στο τραπέζι και δεν υπάγομαι σε αυτούς που θα ήθελαν να φτάσει να απαγορευτεί. Ωστόσο, για τέτοιες βραδιές, πρέπει κάποιος να εξηγήσει στους καπνιστές ότι τόσο οι δικές τους γεύσεις (ειδικά των κρασιών), όσο και των γειτόνων τους «εξαφανίζονται» πίσω από τις τουλούμπες του καπνού των τσιγάρων. Ας δείξουν λίγο υπομονή ή τουλάχιστον ας περιμένουν να μην υπάρχουν πιάτα στο τραπέζι. Μερσί.