Η εκδήλωση:
Ε, δεν μπορεί να μην ξέρετε τι είναι το Οινόραμα! Το Οινόραμα είναι (μάλλον) η μεγαλύτερη και σημαντικότερη οινική έκθεση στην Ελλάδα, με ιστορία περίπου είκοσι ετών. Συγκεντρώνει, εκτός από οινοπαραγωγούς και εισαγωγείς, πολλές εταιρείες που εμπορεύονται εξοπλισμό οινοποίησης – εμφιάλωσης – ετικέτας κλπ κι έχει καθιερωθεί ως το ραντεβού του οινικού κόσμου της Ελλάδας κάθε δύο χρόνια.
Αυτή τη φορά όμως συστεγαζόταν με έκθεση για το ελαιόλαδο. Σχετικές απορίες κι ερωτηματικά θα ακολουθήσουν.
Το μέρος:
Η έκθεση είναι μεγάλη, πραγματικά μεγάλη. Φέτος έγινε για πρώτη φορά στο Ολυμπιακό Κέντρο Ξιφασκίας στον χώρο του Ελληνικού. Παρότι επιλύθηκε το χρόνιο πρόβλημα του παρκαρίσματος, η έκθεση παρουσίαζε παιδικές ασθένειες οι οποίες είναι αδιανόητες μετά από τόσα χρόνια ύπαρξης. Δεν υπήρχαν ταμπέλες να σε κατευθύνουν, ούτε στο χώρο του αεροδρομίου ούτε καν στην ίδια την είσοδο της έκθεσης. Το συνεπαγόμενο περπάτημα/ψάξιμο με τον χθεσινό βοριά δεν ήταν καθόλου ευχάριστη υπόθεση.
Οι εκθέτες μου φάνηκαν λιγότεροι από άλλες χρονιές (δει δε χρημάτων…) όμως μου άρεσε που τα περίπτερα είχαν οργανωθεί γεωγραφικά κι έβρισκες μαζεμένους τους παραγωγούς της Βορείου Ελλάδος, της Κρήτης, κοκ. Έτσι κι αλλιώς, στο μυαλό του κάθε οινόφιλου το πρώτο κριτήριο κατηγοριοποίησης του κρασιού είναι η γεωγραφία.
Θέλω να θίξω κάτι όμως. Το θέμα με τα επιπλέον € 3 για να πάρεις ποτήρι δεν είναι καινούργιο, είχε ήδη γίνει το 2012. Παρόλα αυτά, το θεωρώ συνεχιζόμενο λάθος. Τι είδους συμπεριφορά ενθαρρύνουν στο κοινό; Να φέρουμε ποτήρια από το σπίτι; Να ζητάμε από τους εκθέτες να στάξουν στις χούφτες μας για να δοκιμάσουμε; Δεν ξέρω τι κόστος αντικατοπτρίζει η κίνηση στην πράξη (άλλωστε νομίζω αφορά μόνο όσους μπαίνουν με πρόσκληση) αλλά αποπνέει μια (να το πω; θα το πω!) τσιγκουνιά κι αυτό είναι αρνητικό.
Η ημέρα:
Επειδή «χρησιμοποιώ» αυτές τις εκθέσεις για να δοκιμάζω είτε παραγωγούς που δεν ξέρω είτε καινούργια κρασία ή, τέλος, κρασιά που έχω πολύ καιρό να δοκιμάσω, επιλέγω συνήθως από πριν τι πάνω – κάτω θα δοκιμάσω ή τουλάχιστον τι θα ψάξω. Φέτος έτυχε να έχω περιορισμούς με διάφορες υποχρεώσεις, οπότε πήγαμε στο μόνο «παράθυρο ευκαιρίας» που υπήρχε: Κυριακή πρωί. Είχε περισσότερο κόσμο απ’ ό,τι περίμενα αλλά υπήρχε άνεση ανάμεσα στους πάγκους και δεν δυσκολευτήκαμε.
Οι δοκιμές και οι εντυπώσεις μου:
Οι στόχοι μου ήταν Σαντορίνη – Κρήτη – Ζάκυνθος (και σε μεγάλο βαθμό τους πέτυχα). Ξεκίνησα με τον Γαβαλά όπου δοκίμασα κατ’ αρχήν μια ποικιλία που δεν είχα ακούσει καν ξανά, το Κατσανό. Τραγανό και ηφαιστειώδες, φέρνει άμεσα στο νου Σαντορίνη, αν και δεν έχει ούτε την οξύτητα ούτε την επίγευση του ασύρτικου. Φανταστείτε ένα μοσχοφίλερο φτιαγμένο για ανθρώπους που σιχαίνονται το μοσχοφίλερο – αν κι αυτή η περιγραφή μάλλον αδικεί την ποικιλία. Πάντως είναι ένα ενδιαφέρον κρασί, αν και με κοντό τελείωμα. Η Σαντορίνη του Γαβαλά είναι καλοδουλεμένη και τυπική, γεμάτη λεμονανθούς. Το Wild ferment είναι πολύ πετυχημένο, πιο λιπαρό στο στόμα κι ελκυστικό, μια πραγματική απόλαυση για εραστές του ασύρτικου! Σημειώνω, δεν θυμίζει το «ομώνυμο» της Γαίας, καθώς δεν έχει περάσει καθόλου από βαρέλι. Το Νυχτέρι ήταν υπέροχο, ισορροπημένο, παρά το υψηλό αλκοόλ – χαίρομαι ιδιαίτερα που αυτά τα κρασιά βρίσκουν σιγά –σιγά μια σταθερή θέση στην γκάμα των παραγωγών. Αργότερα δοκίμασα και το vinsanto του, ήταν καλό χωρίς να με ενθουσιάσει – ίσως επειδή υπήρχαν κι άλλα προς δοκιμή στην έκθεση.
Συνέχεια στον πάγκο της Santo Wines για κάτι που περίμενα με ανυπομονησία: αφρώδες από ασύρτικο. Ομολογώ ότι απογοητεύτηκα. Είχε την επιθετική οξύτητα που συνήθως απολαμβάνουμε στις Σαντορίνες, χωρίς όμως παρατεταμένη επίγευση και μια πικράδα σχεδόν αδικαιολόγητη. Ενδιαφέρον σίγουρα, αλλά όχι αρκετά ελκυστικό. Να σημειώσω φυσικά ότι πρόκειται για την πρώτη τους προσπάθεια, τον πρώτο τρύγο που εμφιαλώνεται.
Σειρά είχε η Κρήτη και συγκεκριμένα ο Δουλουφάκης. Πρόκειται για παραγωγό που, κατά την γνώμη μου, προσφέρει συγκλονιστικό value for money. Γνωρίζω κι αγαπώ τα ερυθρά του, οπότε ήθελα να δοκιμάσω τα λευκά. Μας καθοδήγησε ένας αυστηρός μυστακοφόρος Κρητίκαρος – πώς μου αρέσει η ευγενική αλλά αντρίκεια αντιμετώπιση που βγάζουν οι Κρητικοί στην καθημερινότητά τους! (όσο ακριβώς με εκνευρίζει ο τρόπος που αντιμετωπίζουν την οπλοκτησία!) Ήπια Sauvignon Blanc, αντιπροσωπευτικό κι ευχάριστο, Chardonnay που δεν θύμιζε την ζέστη της Κρήτης, αλλά έφερνε στο νου ψυχρότερα κλίματα, το λευκό Enotria, και τον λευκό Άσπρο Λαγό (προσοχή, υπάρχει και ερυθρός) από την ποικιλία των ημερών, το Βιδιανό, περασμένο διακριτικά από βαρέλι. Όλα τα κρασιά του Δουλουφάκη είναι ισορροπημένα, απεικονίζουν πιστά τις αρετές της ποικιλίας που υπάρχει στη φιάλη και τα βρίσκω πάντα πιο οικονομικά από όσο θα ήμουν πρόθυμος να πληρώσω. Στο τέλος της ημέρας δοκίμασα και δύο γλυκά τους, τα οποία δεν τα θεωρώ τα δυνατότερα της γκάμας – αλλά ίσως αδικήθηκαν, γιατί είχαν προηγηθεί ένα σωρό vinsanto.
Δίπλα ακριβώς ήταν το οινοποιείο του Πατεργιαννάκη, όπου δοκίμασα και το δικό τους, βιολογικής καλλιέργειας, Βιδιανό. Δεν ήταν καλό δυστυχώς, υπήρχε έντονα η αίσθηση της φυτικότητας που δείχνει άγουρη πρώτη ύλη.
Επιστροφή στην Σαντορίνη, με το οινοποιείο Χατζηδάκη. Μας σερβίρισε ο ίδιος ο ιδιοκτήτης και οινοποιός, ένας άνθρωπος με πάθος για την δουλειά του. Η Σαντορίνη του Χατζηδάκη δεν μοιάζει με Σαντορίνη. Έχει μια στρογγυλάδα και μια απαλότητα, έχει υπέροχα ενσωματωμένο το αλκοόλ της και διαθέτει μια γενναιοδωρία που σπάνια την βρίσκεις στο ασύρτικο. Είναι χυμώδης και κομψή ταυτόχρονα. Η εκδοχή των Vielles vignes (παλαιωμένα κλήματα) είναι ακόμα καλύτερη, ενώ το Νυχτέρι είναι μια πραγματική απόλαυση που κάθε οινόφιλος θα έπρεπε να δοκιμάσει. Αργότερα έκανα πέρασμα και με Μαυροτράγανο (πολύ καλό, αν και υπάρχουν και καλύτερες εμφιαλώσεις), Βινσάντο (συγκρατημένο, «αντρικό», υπέροχο) και Νάμα, γλυκό κρασί από Μανδηλαριά. Το Νάμα είναι πολύ σωστά φτιαγμένο, αλλά εξοντωτικά γλυκό.
Βρήκα ευκαιρία στην επόμενη στάση και δοκίμασα μια σειρά κρασιά από τη Νέα Ζηλανδία και το οινοποιείο Graywecke. Γενικά μου αρέσουν τα κρασιά της Ν.Ζηλανδίας και τα κυνηγάω, παρότι τα βρίσκω κάπως ακριβά για την πραγματικότητα της μνημονιακής Ελλάδας. Ήπια ένα δροσιστικό, αστραφτερό Sauvignon Blanc, ένα απολαυστικό “Wild Sauvignon” (Sauvignon Blanc σε βαρέλι) που θα έβαζε τα γυαλιά σε πολλά Sancerre, δυο Chardonnay (αυτό από βόρειο νησί δεν άξιζε ιδιαίτερα, σε αντίθεση με του νοτίου). Δοκίμασα ένα καλοφτιαγμένο Pinot Gris, μια αδικημένη ποικιλία κι ένα πραγματικά εξαιρετικό Riesling, με πληθωρικά αρώματα (βενζίνη στο ποτήρι μας!), ατσαλένια οξύτητα και μια γλύκα από τα σάκχαρα που ισορροπούσε τέλεια πάνω στην κόψη του ξυραφιού. Τέλος, δοκίμασα και δύο Pinot Noir. Του βορείου νησιού, και πάλι, δεν είχε τόσο ενδιαφέρον, του νοτίου όμως ήταν το είδος του κρασιού που χτίζει την καλή φήμη μιας περιοχής. Πληθωρικό μπουκέτο, μεγάλη επίγευση, καλή δομή. Απλά απολαυστικό. Παρόλα αυτά, με τιμές από € 20 και πάνω, δεν ξέρω σε ποιους καταναλωτές απευθύνονται.
Δίπλα ακριβώς ήταν ο πάγκος του Γράμψα, από την Ζάκυνθο. Ο κος Γράμψας φτιάχνει ένα λευκό από Γουστολίδι, μια τοπική ποικιλία, πολύ ιδιαίτερη. Ήθελα όμως να δοκιμάσω τον Αυγουστιάτη του. Ο Αυγουστιάτης είναι μια ποικιλία που την πιστεύω πολύ, δίνει κρασιά σκουρόχρωμα, μαύρα, πληθωρικά, με μέτρια οξύτητα αλλά καλοδομημένες τανίνες. Θες μαχαιροπήρουνο για να τον χειριστείς! Ο Γράμψας κάνει τρεις εκδοχές του: το nouveau, που είναι πολύ πιο σοβαρός από τα περισσότερα nouveau, τον παλαιωμένο, ιδανικό για να γνωρίσει κανείς την ποικιλία, και τον πιο ενδιαφέροντα από τους τρεις, τον γλυκό. Χωρίς έντονη γλύκα, το κρασί θυμίζει ένα πορτ που δεν έχει υψηλό αλκοόλ. Πιστεύω ότι είναι ιδανικό για το τέλος ενός γεύματος με αγαπημένους φίλους που κανείς δεν θέλει να σηκωθεί από το τραπέζι. Σε κάθε περίπτωση, σημειώστε τον Αυγουστιάτη, θα τον ακούσουμε πολύ τα επόμενα χρόνια!
Στην λογική της σύγκρισης, κατευθύνθηκα προς τον πάγκο του Συνεταιρισμού Ζακύνθου. Ανάκατα με ανθρώπους που δοκίμαζαν ελαιόλαδο ή καλούδια τύπου σταφίδες βουτηγμένες σε σοκολάτα (ωραιότατο μεν, φοβάμαι ότι ανήκε σε άλλη έκθεση δε) δοκίμασα ένα τίμιο Λευκό (που δεν συγκράτησα την ποικιλία από την οποία φτιάχνεται), τη Βερντέα τους (παραδοσιακό και λίγο ρουστίκ) και τον Αυγουστιάτη τους (όχι τόσο καλοφτιαγμένεος όσο του Γράμψα, αλλά και πάλι ενδιαφέρον και ιδιαίτερος).
Λίγο πιο κει, ο Αργυρός. Είχα σταματήσει να δοκιμάζω λευκά και πέρασα κατ’ ευθείαν στο ε-ξαι-ρε-τι-κό Μαυροτράγανο του οινοποιείου, αλλά και στα βινσάντο 3 επιπέδων που προσφέρουν: παλαίωση για 4, 11 ή 20 έτη. Το 20-ετές βινσάντο του Αργυρού είναι ένα υπέροχο κρασί, γεμάτο τραγανά αρώματα κι επίγευση που συγκινεί. Θεωρώ ότι κάθε φίλος του κρασιού θα πρέπει να το δοκιμάσει κάποια στιγμή. Τα άλλα δυο δεν πάνε πίσω, ειδικά αν συγκρίνεις ποιότητα / κόστος.
Τελείωσα με μια μίνι σειρά Ξινόμαυρων. Ήθελα να δω το Κτήμα Μελιτζανή μετά το τραγικό δυστύχημα που είχε συμβεί πριν λίγα χρόνια. Δοκίμασα ένα Ξινόμαυρο με Merlot (βολικό, «θηλυκό» κρασί, που δεν θα προβληματίσει την παρέα αλλά θα σε βγάλει ασπροπρόσωπο), το Κτήμα τους (μια τυπική Νάουσσα, με σωστή οξύτητα, καλοφτιαγμένες τανίνες κι όλη την ένταση που πρέπει να έχει) και την Κάβα του 2000 – πολύπλοκο, δομημένο, αλλά έντονα όξινο ακόμα και για τα δικά μου γούστα. Με χαρά διαπίστωσα ότι το Κτήμα είναι στο ίδιο, αγαπημένο επίπεδο που ήξερα. Δοκίμασα επίσης από την Μπουτάρης Οινοποιητική ένα single vineyard Ξινόμαυρο που με ενθουσίασε. Είχε αρωματικό βάθος, είχε τυπικότητα, είχε συγκρατημένη, ισορροπημένη γεύση, ευχάριστο φρούτο και ήπιες τανίνες. Δυστυχώς δεν συγκράτησα την ετικέτα, αλλά θα έχω το νου μου να το ψάξω. Ειδικά όσο το «αντίπαλο δέος», η πολύ-αγαπημένη Ράμνιστα συνεχίζει να μεταμορφώνεται σε κρασί του Νέου Κόσμου…
Τι συγκράτησα:
Οι Έλληνες επικεντρωνόμαστε πια στις ελληνικές ποικιλίες, και καιρός ήτανε! Αιώνες συνύπαρξης με τον τόπο τους έχουν δώσει πλεονεκτήματα προσαρμογής στο terroir που δεν είναι δυνατό να τα περιμένεις από τις κοσμοπολίτικες. Οι υποψήφιες για το επόμενο χιτ, για τη νέα Μαλαγουζιά ας πούμε, είναι πολλές. Συγκρατείστε το Βιδιανό από την Κρήτη και τον Αυγουστιάτη από τη Ζάκυνθο – έχουν χαρακτήρα και θα δώσουν σημαντικά πράγματα στο μέλλον.
Επίσης προχωράει (έμμεσα και αποσπασματικά, αλλά προχωράει) η ιδέα του cru με τις εμφιαλώσεις από επιλεγμένους αμπελώνες στις ποίες προχωράνε από δική τους πρωτοβουλία διάφοροι παραγωγοί. Θεωρώ ότι αν προσεχθεί να «συνδεθούν» η εικόνα αυτών των εμφιαλώσεων με την τοπικότητα και τα ΟΠΑΠ θα είμαστε σε καλό δρόμο για αναγνώριση συγκεκριμένων crus κι αυτό θα είναι καλό για όλους τους σοβαρούς παραγωγούς.
Η ίδια η έκθεση δεν ήταν τόσο απολαυστική όσο την θυμάμαι, υπήρχαν ελλείψεις και μικρο-αβλεψίες που δεν της ταιριάζουν. Μεγαλώνω και παραξενεύω; Ίσως. Ωστόσο, έχω βρεθεί σε αρκετά Οινοράματα (και άλλες εκθέσεις) για να ξέρω τι να περιμένω. Ελπίζω τα θεματάκια να ξεπεραστούν το 2016 και το Οινόραμα να γίνει και πάλι αυτό που περήφανα είναι χρόνια τώρα: σημείο αναφοράς για το ελληνικό κρασί.